- ἀμορβάς
- ἀμορβ-άς, άδος, ἡ, fem. of ἀμορβός: ἀμορβάδες Νύμφαι in A.R.3.881 (acc. to Sch.)A rural or attendant Nymphs.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμορβάς — ἀμορβὰς ( άδος), η (θηλ. τού ἀμορβὸς) (Α) φρ. «ἀμορβάδες Νύμφαι» αγροτικές, υπηρετικές Νύμφες … Dictionary of Greek
ἀμορβάδες — ἀμορβάς rural fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμορβός — ἀμορβός, ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α) 1. ακόλουθος, υπηρέτης 2. βοσκός, χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. αντί *ἁμαρβὸς < ἁμαρτὴ «ταυτόχρονα, μαζί με» + βῆναι. ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβαῖος, ἀμορβεύς, ἀμορβεύω, ἀμορβέω, ἀμορβής, ές] … Dictionary of Greek